Ο αδιάβαστος Άδωνις, οι ανασφάλιστοι και στο βάθος πλεόνασμα


Πραγματικά δεν ξέρει τι να σκεφθεί πια, ένας καλόπιστος παρατηρητής τις ημέρες αυτές.

Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για το γεγονός ότι περάσαμε τον ρουβίκωνα των τεσσάρων ετών του Μνημονίου και η Eurostat επικύρωσε χθες το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας. Ένα πρωτογενές πλεόνασμα ωστόσο, όπως πολλές φορές έχει γράψει από το βήμα αυτό το on Med.gr, το οποίο αποτελεί ευγενική χορηγία των παρόχων υγείας και του συνόλου των ελλήνων απλήρωτων πολιτών από πολλά εργασιακά μετερίζια.

Η κυβέρνηση θα έπρεπε να ντρέπεται όταν πανηγυρίζει για το γεγονός εξόδου της χώρας μας από το Μνημόνιο, αφού γνωρίζει ότι στην γωνία ένα καινούριο μνημόνιο, πακέτο στήριξης, ή Μεσοπρόθεσμο – ονομάστε το όπως θέλετε- μας κλείνει ήδη το μάτι. Θα έπρεπε να ντρέπεται όταν πανηγυρίζει για το τέλος του Μνημονίου, το οποίο άφησε πίσω του εκατομμύρια ανασφάλιστους, νοικοκύρηδες εργαζόμενους και επιχειρηματίες που απώλεσαν την υγειονομική και ασφαλιστική τους κάλυψη, που άφησε πίσω του αυτοκτονίες, ψυχολογικά προβλήματα, σοβαρά ζητήματα δημόσιας υγείας ( που αναφύονται και πάλι μετά από δεκαετίες όπως φυματίωση, ελονοσία, λοιμώδη νοσήματα) και μία εξαθλιωμένη κοινωνία η οποία κάποτε ήταν περήφανη και ανδρεία και σήμερα έχει διαλυθεί.
Ο τομέας της υγείας- ο οποίος βρίσκεται στην καρδιά της κοινωνίας αλλά και του τεράστιου ελληνικού προβλήματος- χτυπήθηκε όσο κανένας άλλος από τις επώδυνες μνημονιακές πολιτικές τις οποίες υπηρέτησε με ιδιαίτερη αφοσίωση ο υπουργός Υγείας κ. Άδωνις Γεωργιάδης. Πολιτικές, οι οποίες άφησαν εκατομμύρια ανασφάλιστους πίσω, και είναι πράγματι τόσο ειρωνικό, ο ίδιος ο υπουργός που συνετέλεσε στην διάλυση της δημόσιας υγείας και περίθαλψης, να μην γνωρίζει τον ακριβή αριθμό ανασφάλιστων που έχει σήμερα η Ελλάδα.

Χθες σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε η διοίκηση της φαρμακευτικής Roche Hellas με αφορμή την δωρεά φαρμάκων σε ανασφάλιστους ύψους δύο εκατ. ευρώ, ερωτηθείς για τον αριθμό των ανασφάλιστων που διαθέτει η χώρα μας, ο κ. Γεωργιάδης είπε ότι θα γνωρίζει με ακρίβεια σε τρεις εβδομάδες- μέσω του συστήματος Άτλας-  ενώ εκτίμησε ότι αυτός κυμαίνεται μεταξύ 1,9 με 2,4 εκατ. άνθρωποι, την ώρα που ο ΕΟΠΥΥ αλλά και άλλοι υγειονομικοί φορείς, κάνουν λόγο για 3 εκατ. ανασφάλιστους.
Όπως επεσήμανε ακόμη στην ίδια συνέντευξη ο υπουργός Υγείας, μέχρι τον Ιούνιο, θα έχει ανακοινώσει πακέτο στήριξης  για την φαρμακευτική περίθαλψη των ανασφάλιστων, καθώς όπως σημείωσε «οι ανασφάλιστοι αποτελούν το μεγαλύτερο στοίχημα για την κυβέρνηση». Ήδη η ηγεσία του υπουργείου Υγείας, βρίσκεται στην αναζήτηση ενός επιπλέον πόρου για την φαρμακευτική περίθαλψη, όπως είπε. Ανεξάρτητα όμως εάν βρεθεί ο πόρος αυτός ή όχι, ο υπουργός Υγείας μπορεί να ...κοιμάται ήσυχα, αφού το ευαίσθητο αυτό κομμάτι φαρμακευτικής κάλυψης των ανασφάλιστων το έχουν αναλάβει και το σηκώνουν επάξια, οι φαρμακευτικές εταιρείες, οι ιδιώτες, οι εθελοντές, ο ΣΦΕΕ, ο Ιατρικός Σύλλογος Αθήνας και τα διάφορα Κοινωνικά και Μητροπολιτικά Ιατρεία.


Διαβάστε ακόμη:

Ο Άδωνις αναγνώρισε ότι δεν ξέρει πόσοι είναι οι ανασφάλιστοι

Ανάσα για ανασφάλιστους η δωρεά 2 εκατ. ευρώ από την Roche Hellas

Προεκλογικά μέτρα Άδωνι για ανασφάλιστους με νέα επιβάρυνση

Υπέρ των ανασφάλιστων οι μίζες των εξοπλιστικών

Η σταύρωση της Υγείας των Ελλήνων

Παγκόσμια Ημέρα Υγείας με 3 εκατ. ανασφάλιστους πολίτες

Πατούλης: ο Άδωνις εξαπατά τους ανασφάλιστους (video)


Πηγή: http://www.onmed.gr

Σκάνδαλο Βρούτση: Έδωσε ασυλία σ' αυτούς που ήλεγχε ο εισαγγελέας!



Εν μέσω εισαγγελικής έρευνας, σε άσχετο νομοσχέδιο "καθάρισε" τα μέλη του ΟΑΕΕ για τη μη απόδοση των εισφορών υπέρ των ανέργων.
Από την «κολυµβήθρα του Σιλωάµ» πέρασε µε τροπολογία – αµνηστία ο υπουργός Εργασίας, Γιάννης Βρούτσης τα µέλη του ∆.Σ. του Οργανισµού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελµατιών (ΟΑΕΕ), για τις ενδεχόµενες ποινικές ευθύνες που φέρουν το τελευταίο από τη µη απόδοση των εισφορών που έχουν πληρώσει οι ασφαλισµένοι του Οργανισµού, υπέρ των άνεργων!

Δίνουν «ασυλία» για τα αγνοούμενα 126 εκ. € των ελεύθερων επαγγελματιών-Η εισφορά μένει


Οσμή «πολιτικού οχετού» αναδύεται από το περιεχόμενο της νέας (ν)τροπολογίας – «παράκαμψης» της Δικαιοσύνης, την οποία κατέθεσε η κυβέρνηση δίνοντας «άφεση αμαρτιών» -και- σε όσες διοικήσεις του Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ) αποδειχθεί, πιθανώς, στις δικαστικές αίθουσες ότι «έπαιξαν» κατά, το μνημονιακό κυβερνητικό, δοκούν με 126 εκατ. ευρώ. Το συγκεκριμένο ποσό παρακράτήθηκε τα αμέσως προηγούμενα χρόνια για την ενίσχυση, δήθεν, των άνεργων ελεύθερων επαγγελματιών χωρίς, όμως, ποτέ να φτάσει σε αυτούς.


Το γεγονός αυτό, το οποίο έρχεται με τη σειρά του να δώσει ένα ακόμη «χτύπημα» στην ελληνική Δημοκρατία, ανέδειξε πριν λίγες ημέρες η ηγεσία του φορέα εκπροσώπησης των επαγγελματο – βιοτεχνών (ΓΣΕΒΕΕ) βάζοντας στο «στόχαστρο» τον πολιτικά υπεύθυνο, τον υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Γιάννη Βρούτση. Και η πιο ουσιαστική προσέγγιση του, έχει σημασία…
«Την ώρα που η Δικαιοσύνη διερευνά τη μηνυτήρια αναφορά της ΓΣΕΒΕΕ για το που πήγαν οι εισφορές οι οποίες είχαν εισπραχθεί από τους ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ για την ανεργία των ελεύθερων επαγγελματιών ο Υπουργός Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, κ. Ι. Βρούτσης προχώρησε σε μια πρωτοφανή κίνηση» ανέφερε η ηγεσία της ΓΣΕΒΕΕ ξεδιπλώνοντας μια ακόμη απίθανη και αντιδημοκρατικού χαρακτήρα κυβερνητική ενέργεια, αυτή τη φορά με πρωταγωνιστή τον Γ. Βρούτση. Με τροπολογία που κατέθεσε στη Βουλή o κ. Βρούτσης, «παύει οριστικά κάθε ποινική δίωξη που τυχόν έχει ασκηθεί για πράξεις ή παραλήψεις της διοίκησης του ΟΑΕΕ” για το συγκεκριμένο θέμα», αποσαφηνίζει η ΓΣΕΒΕΕ προκαλώντας εύλογα ερωτήματα για το βαθμό «δημοκρατικότητας» που διακατέχει τα κυβερνητικά στελέχη.
Όπως προηγούμενοι υπουργοί έπραξαν ανάλογα, δίνοντας δικαστική «ασυλία» σε golden boys του τραπεζικού συστήματος και των φορέων – «αρπακτικών» της δημόσιας περιουσίας που δημιουργήθηκαν στους μνημονιακούς καιρούς, έτσι στην προκειμένη ο υπουργός Εργασίας σπεύδει έχοντας προφανώς το «ο.κ.» του Μεγάρου Μαξίμου, με νομοθετική ρύθμιση να καλύψει από πιθανές ευθύνες που ενδεχομένως να προκύψουν από τη μηνυτήρια αναφορά της ΓΣΕΒΕΕ και την παρούσα διοίκηση του ΟΑΕΕ.
Η εισφορά διατηρείται – Το δούλεμα συνεχίζεται – Τα 126 εκατ. θα δοθούν σε βάθος 15ετίας
Το δούμεμα, όμως, σε βάρος τόσο των άνεργων ελεύθερων επαγγελματιών όσο και των –εναπομείναντων- ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ από τους οποίους το ποσό αυτό παρακρατήθηκε ετσιθελικά, μνημονιακά… δεν σταματά εδώ. Στην (ν)τροπολογία, κατά τη ΓΣΕΒΕΕ, ο κ. Βρούτσης δεσμεύεται ότι τα 126 εκατ. ευρώ θα επιστρέψουν στον Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (με την ευχή να διοχετευτεί στους δικαιούχους του), σταδιακά, «κομμάτι – κομμάτι», χρόνο με το χρόνο… σε βάθος 15ετίας.
«Επίσης (η τροπολογία) προβλέπει ότι τα μέχρι τώρα παρακρατηθέντα ποσά που έχουν εισπραχθεί ύψους 126 εκατ. ευρώ περίπου θα αποδοθούν αναδρομικά στο λογαριασμό για την ανεργία στα επόμενα 15 χρόνια τμηματικά και με δόσεις!» αναφέρεται στην ανακοίνωση της ΓΣΕΒΕΕ η οποία διατηρεί 3 «κατηγορώ» σε βάρος Βρούτση:
1) Ο κ. Βρούτσης ζητά από τη Βουλή να εκδόσει αθωωτική απόφαση για θέμα που ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης.
2) Διατηρεί την εισφορά αλληλεγγύης (10ευρώ το μήνα) προς τους ανέργους χωρίς όμως να πηγαίνει στο συγκεκριμένο λογαριασμό και χωρίς να αποδίδεται στους ανέργους συναδέλφους μας.
3) Μέχρι σήμερα, εξ όσον γνωρίζουμε, δεν έχει ανοιχτεί ο ειδικός λογαριασμός για την επαγγελματική εστία που βαρύνει τους ασφαλισμένους με 5 ευρώ μηνιαίως και έχει συγκεντρωθεί το ποσόν των 50 εκατ. περίπου ευρώ.

Το ιστορικό
Σημειώνεται ότι στις αρχές Μαρτίου, ο πρόεδρος της ΓΣΕΒΕΕ Γ. Καββαθάς υπέβαλε μηνυτήρια αναφορά κατά παντός υπευθύνου για τη μη απόδοση στον ΟΑΕΕ 126 εκατ. εκατ. ευρώ – ποσό που είχε παρακρατηθεί και συνεχίζεται να παρακρατείται από όλους τους ασφαλισμένους του Οργανισμού.
Στην αναφορά αναφέρεται ότι «από 01-08-2011 είχε θεσπιστεί μηνιαία εισφορά ύψους 10 ευρώ που κατέβαλλαν οι ασφαλισμένοι των παραπάνω ταμείων για τον ΟΑΕΔ στον ειδικό λογαριασμό ανεργίας υπέρ των αυτοτελώς και ανεξαρτήτων απασχολουμένων που είχαν μείνει άνεργοι. Ο ΟΑΕΕ όμως ενώ μέχρι τον Μάρτιο του 2013 είχε συγκεντρώσει 110.991.100 ευρώ απέδωσε στον ΟΑΕΔ μόνο το ποσό των 12.739.703,2 ευρώ (…) ενώ η διοίκηση της ΓΣΕΒΕΕ είχε αποστείλει επανειλημμένα επιστολές προς τη διοικητή του ΟΑΕΕ, κ. Γ. Κωτίδου θέτοντας το ερώτημα γιατί δεν έχουν αποδοθεί τα χρήματα στον ΟΑΕΔ ουδεμία σαφή απάντηση έλαβε».

Οι 10+4 ανατροπές σε εργασιακό και ασφαλιστικό

Τι αλλάζει και τι καθιερώνεται με το πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε ως επιστέγασμα της συμφωνίας κυβέρνησης- τρόικας

Δέκα συν τέσσερις αλλαγές στο ασφαλιστικό και στο εργασιακό περιβάλλον καθιερώνει το πολυνομοσχέδιο που ψηφίστηκε πρόσφατα και αποτελεί το επιστέγασμα της συμφωνίας κυβέρνησης και τρόικας. Ειδικότερα:
1 Εξόφληση αποδοχών - εκκαθαριστικό σημείωμα. Φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου υποχρεούνται κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού να χορηγούν εκκαθαριστικό σημείωμα, ή, σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος, ανάλυση μισθοδοσίας. Οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και οι επ' αυτών κρατήσεις πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά. Δεν απαιτείται υπογραφή του εργαζομένου σε αποδεικτικό χορήγησης του εκκαθαριστικού σημειώματος. Δεν απαιτείται η υπογραφή του εργαζομένου πλέον.
2 Αδεια και επίδομα αδείας. Κάθε εργοδότης οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο, το οποίο δύναται να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων. Το ειδικό βιβλίο ή οι μηχανογραφημένες σελίδες πρέπει να φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη «Βιβλίο αδειών» και να περιλαμβάνει τις παρακάτω στήλες: Ονοματεπώνυμο μισθωτών, ημερομηνία πρόσληψης, αριθμός δικαιούμενων ημερών αδείας, χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας. Ειδικώς, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας συμπληρώνονται στο σύνολό τους μέχρι το τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους λήψης της κανονικής άδειας.
Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας του ΣΕΠΕ που ασκούν τον έλεγχο και την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος.
Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί ηλεκτρονικά στο πληροφοριακό σύστημα του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας ΣΕΠΕ-ΟΑΕΔ-ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με την ονομασία «ΕΡΓΑΝΗ», εντός του μηνός Ιανουαρίου, στοιχεία των εργαζομένων που έλαβαν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.
Σε περίπτωση μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής επιβάλλονται από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα, εις βάρος του εργοδότη, κυρώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 24 του ν.3996/2011 (Α' 170) όπως ισχύει.
Με υπουργική απόφαση δύναται να ρυθμίζονται κάθε όρος και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσης.
Με την αλλαγή αυτή, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, απλοποιείται το περιεχόμενο του βιβλίου αδειών που οφείλουν να τηρούν οι εργοδότες, ενώ ταυτόχρονα καταργείται η υποχρέωσή τους να διατηρούν το εν λόγω βιβλίο επί πενταετία. Παράλληλα, διευκολύνεται το ελεγκτικό έργο των Επιθεωρήσεων Εργασίας με τη θέσπιση της υποχρέωσης των εργοδοτών να γνωστοποιούν, ετησίως, ηλεκτρονικά, στο πληροφοριακό σύστημα του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας ΣΕΠΕ-ΟΑΕΔ-ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με την ονομασία «ΕΡΓΑΝΗ», συνολικά στοιχεία για τη χορήγηση των αδειών και του επιδόματος αδείας, στους εργαζόμενούς τους.
3 Οι εισφορές των ασφαλισμένων του ΟΑΕΕ καταβάλλονται μηνιαίως, αντί ανά δίμηνο. Οι εισφορές καταβάλλονται από τους υπόχρεους ασφαλισμένους μηνιαίως και μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα εκείνου στον οποίο ανάγονται, διαφορετικά από την πρώτη ημέρα του μεθεπόμενου μήνα καθίστανται καθυστερούμενες και υπόκεινται σε επιβαρύνσεις, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις.
Με απόφαση του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και ύστερα από γνώμη του δ.σ. του ΟΑΕΕ, που εκδίδεται εντός διμήνου από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, καθορίζονται ο χρόνος έναρξης και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.
Επειδή η καταβολή του ποσού δύο μηνιαίων εισφορών μαζί, λόγω της παρούσης οικονομικής συγκυρίας, προκαλεί, σε πολλές περιπτώσεις, αδυναμία στους ασφαλισμένους να ανταποκριθούν στην υποχρέωση αυτή και στο πλαίσιο της προσπάθειας για μεγαλύτερη διευκόλυνση αυτών, αλλά και για την αποτελεσματικότερη παρακολούθηση του τρόπου είσπραξης των εισφορών, προτείνεται η θέσπιση διάταξης με την οποία η διμηνιαία καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών του ΟΑΕΕ γίνεται μηνιαία.
4 Στις περιπτώσεις υποχρεωτικής ασφάλισης στο ΙΚΑ ΕΤΑΜ και στον ΟΑΕΕ, ο ασφαλισμένος υπάγεται υποχρεωτικά στον ΟΑΕΕ, εφόσον ο χρόνος ασφάλισης στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ υπολείπεται των 25 ημερών ασφάλισης ανά μήνα.
«Σε περίπτωση που προκύπτει υποχρεωτική ασφάλιση στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και στον ΟΑΕΕ, ο ασφαλισμένος υπάγεται υποχρεωτικά στον ΟΑΕΕ, για το σύνολο του χρόνου της παράλληλης απασχόλησης, χωρίς δικαίωμα επιλογής ασφαλιστικού οργανισμού, εφόσον ο χρόνος ασφάλισης στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ υπολείπεται των είκοσι πέντε (25) ημερών ασφάλισης ανά μήνα.
Πρόσωπα που εξαιρέθηκαν από την υποχρεωτική ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή του ΟΑΕΕ με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 2084/1992, όπως αυτές ίσχυσαν μέχρι τη συμπλήρωσή τους από τις διατάξεις του παρόντος, επανεξετάζονται με τις διατάξεις του νόμου αυτού μετά τη λήξη της χορηγηθείσας εξαίρεσής τους.
Εκκρεμείς αιτήσεις - ενστάσεις ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών οργάνων που κρίνονται μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής.
Οι «νέοι» ασφαλισμένοι, που από την ισχύουσα νομοθεσία υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση περισσοτέρων του ενός φορέων (όπως στην περίπτωση παράλληλης μισθωτής απασχόλησης στην ασφάλιση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και αυτοαπασχόλησης στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ), μπορούν να επιλέξουν την υποχρεωτική ασφάλιση ενός από τους φορείς αυτούς.
Ωστόσο, από τη μέχρι σήμερα εφαρμογή των διατάξεων αυτών, παρατηρείται ότι τα πρόσωπα αυτά επιλέγουν την ασφάλισή τους στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ως μισθωτοί, πραγματοποιώντας όμως, εκτός ελάχιστων περιπτώσεων, ολίγο αριθμό ημερών ασφάλισης το μήνα, αποφεύγοντας έτσι την ασφάλισή τους στον ΟΑΕΕ στον οποίο υποχρεωτικά ασφαλίζονται ολόκληρο το μήνα ως ασκούντα κατά κύρια δραστηριότητα ελεύθερο επάγγελμα.
Επειδή το φαινόμενο αυτό της μειωμένης ασφάλισης των «νέων» ασφαλισμένων αποβαίνει εις βάρος των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων τους, καθώς παρατηρείται εισφοροδιαφυγή και εισφοροαποφυγή, με συνέπεια την απώλεια εσόδων από τους ασφαλιστικούς φορείς (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΟΑΕΕ), προτάθηκε, για την αντιμετώπιση της πραγματικής ασφάλισης των περιπτώσεων αυτών, η θέσπιση της ανωτέρω διάταξης.
5 Οι ορκωτοί ελεγκτές - λογιστές, που είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα του ΣΟΕΛ, υπάγονται από 1ης.7.2014 στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΟΑΕΕ. Δυνατότητα παραμονής στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ έχουν μόνο όσοι έχουν συμπληρώσει 25 έτη ασφάλισης στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ την 1η.7.2014.
Με αίτησή τους, που υποβάλλεται εντός 6 μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, δύνανται να εξαιρούνται από την ασφάλιση στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και να υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση του ΟΑΕΕ.
6 Οι ασφαλιστικοί οργανισμοί για την είσπραξη των ληξιπρόθεσμων ασφαλιστικών εισφορών μπορούν να παρακρατούν τα οφειλόμενα ποσά από τις πάσης φύσεως καταβολές, πληρωμές, επιδοτήσεις, αποζημιώσεις, επιχορηγήσεις και δανειοδοτήσεις που καταβάλλονται από το Δημόσιο, ΝΠΔΔ και λοιπούς φορείς του δημοσίου τομέα, με τη μνημονευόμενη διαδικασία.
Συμψηφίζονται υποχρεωτικά με οφειλές προς τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης τα ποσά που προέρχονται από επιστροφές ΦΠΑ και Φόρου εισοδήματος. Με ΚΥΑ καθορίζονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία του συμψηφισμού, ο τρόπος απόδοσης των ποσών στον οικείο Ασφαλιστικό Οργανισμό και κάθε άλλη λεπτομέρεια.
7 Το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) θα λειτουργεί με βάση το διανεμητικό σύστημα για όσους ασφαλίζονται πρώτη φορά από 1ης- 1-2014, αντί 1ης-1-2001 που ισχύει, ενώ ο καθορισμός της σύνταξης με βάση το συντελεστή βιωσιμότητας του άρθρου 42 του ν. 4052/2012 αρχίζει από 1ης-7- 2014. Από 1ης-1-2015 οι λοιποί φορείς Επικουρικής Ασφάλισης αρμοδιότητας του υπουργείου Εργασίας και οι τομείς του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολουμένων στα Σώματα Ασφαλείας λειτουργούν με βάση το διανεμητικό σύστημα και για τον καθορισμό του ποσού σύνταξης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 42 του ν.4052/2012.
8 Καταργούνται από 1ης.7.2014 η εργοδοτική εισφορά (1%) και η εργατική εισφορά (1%) υπέρ του ΔΛΟΕΜ του ΟΑΕΔ, καθώς και η ειδική εισφορά των εργοδοτών (1%) για την επιδότηση των στρατευμένων μισθωτών. Παράλληλα, καταργούνται και οι αντίστοιχες παροχές.
* Περιορίζονται, από 1ης.7.2014, οι πόροι του ΛΑΕΚ απ' 0,81% σε 0,46% και επιμερίζονται ως ακολούθως:
- Εργοδοτική εισφορά 0,24% υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Προγραμμάτων Επαγγελματικής Κατάρτισης και Εκπ/σης,
- Εργοδοτική εισφορά 0,12% υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Ανεργίας και 0,10% εισφορά εργαζομένων υπέρ του ίδιου λογαριασμού (Ανεργίας).
* Περιορίζεται, από 1ης-7-2014, η εργοδοτική εισφορά υπέρ του κλάδου παροχών ασθένειας και μητρότητας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ από το 0,80% στο 0,25%.
* Καταργούνται από 1ης-1-2015 οι κοινωνικοί πόροι που έχουν θεσπιστεί για την ενίσχυση των αναφερομένων Ταμείων.
* Από 1ης-1-2015 αντικαθίσταται ο πόρος του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών (4% επί των ετησίων συνολικών εσόδων από το ΦΠΑ), με ετήσια επιχορήγηση του κρατικού προϋπολογισμού, ισόποση του εισπραττόμενου πόρου. Το ίδιο ισχύει και με τα έσοδα από πάγια τέλη χαρτοσήμου υπέρ του ΟΑΕΕ.
9 Επαναδιατυπώνονται οι διατάξεις που θέτουν περιορισμούς ή απαγορεύσεις στην απασχόληση μισθωτών σε έμμεσο εργοδότη με σύμβαση προσωρινής απασχόλησης.
**«β) Οταν ο έμμεσος εργοδότης το προηγούμενο τρίμηνο είχε πραγματοποιήσει απολύσεις εργαζομένων της ίδιας ειδικότητας για οικονομοτεχνικούς λόγους ή το προηγούμενο εξάμηνο ομαδικές απολύσεις ιδίων ειδικοτήτων».
Η περίπτωση ε' του άρθρου 116 του ν. 4052/2012 αντικαθίσταται ως εξής:
«ε) Οταν ο απασχολούμενος υπάγεται στις ειδικές διατάξεις περί ασφαλίσεων εργατοτεχνιτών οικοδόμων, εξαιρουμένων των εργατοτεχνιτών οικοδόμων που απασχολούνται σε έργα αρχικού προϋπολογισμού 10.000.000,00 ευρώ και άνω, τα οποία χρηματοδοτούνται ή συγχρηματοδοτούνται από εθνικούς πόρους και διεξάγονται μετά από παραχώρηση ή εργολαβία για λογαριασμό του Δημοσίου, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ α' και β' βαθμού, δημόσιων, δημοτικών και κοινοτικών επιχειρήσεων δημόσιας ή κοινής ωφέλειας και γενικά επιχειρήσεων και οργανισμών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται από την κάθε φορά ισχύουσα νομοθεσία. Για τους απασχολούμενους οικοδόμους σε έμμεσο εργοδότη με σύμβαση προσωρινής απασχόλησης υπόχρεος υποβολής Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης (ΑΠΔ) και καταβολής των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών στους οικείους φορείς κοινωνικής ασφάλισης είναι η Επιχείρηση Προσωρινής Απασχόλησης (ΕΠΑ)»,
**Η παράγραφος 1 του άρθρου 124 του ν. 4052/2012 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Για την παροχή εργασίας με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης απαιτείται η προηγούμενη έγγραφη σύμβαση εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Η σύμβαση καταρτίζεται μεταξύ της ΕΠΑ (άμεσος εργοδότης) και του μισθωτού και σε αυτήν πρέπει απαραιτήτως να αναφέρονται οι όροι εργασίας και η διάρκειά της, οι όροι παροχής της εργασίας στον ή στους έμμεσους εργοδότες, οι όροι αμοιβής και ασφάλισης του μισθωτού, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο το οποίο, κατά την καλή πίστη και τις περιστάσεις, πρέπει να γνωρίζει ο μισθωτός αναφορικά με την παροχή της εργασίας του.
Οι αποδοχές του μισθωτού που δεν παρέχει εργασία σε έμμεσο εργοδότη δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις προβλεπόμενες στον εκάστοτε νομοθετικώς καθορισμένο νόμιμο κατώτατο μισθό και κατώτατο ημερομίσθιο για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου όλης της χώρας.
Εάν κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης αυτής δεν είναι δυνατή η μνεία του συγκεκριμένου έμμεσου εργοδότη ή ο προσδιορισμός του χρόνου, που θα προσφέρει σε αυτόν την εργασία του, θα πρέπει να αναφέρεται στη σύμβαση το πλαίσιο των όρων και των συνθηκών για την παροχή εργασίας σε έμμεσο εργοδότη».
**Η παράγραφος 3 του Αρθρου 124 του ν. 4052/2012 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Με σύμβαση, που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ της ΕΠΑ και του έμμεσου εργοδότη, ορίζονται ειδικότερα τα του τρόπου αμοιβής και ασφάλισης του εργαζομένου για το χρόνο που ο μισθωτός προσφέρει τις υπηρεσίες του στον έμμεσο εργοδότη. Ο έμμεσος εργοδότης πρέπει να προσδιορίζει, πριν τεθεί στη διάθεσή του ο εργαζόμενος με τη σύμβαση, τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα ή ικανότητες, την ειδική ιατρική παρακολούθηση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προς κάλυψη θέσης εργασίας. Οφείλει επίσης να επισημαίνει τους μεγαλύτερους ή ιδιαίτερους κινδύνους που έχουν σχέση με τη συγκεκριμένη εργασία. Η ΕΠΑ υποχρεούται να γνωστοποιήσει τα στοιχεία αυτά στους μισθωτούς».
10 Ο κατώτατος μισθός των ανέργων άνω των 25 ετών, με διάρκεια ανεργίας μεγαλύτερη των 12 μηνών, όταν προσλαμβάνονται ως υπάλληλοι προσαυξάνεται με ποσοστό 5% για κάθε τριετία και συνολικά με 15% για προϋπηρεσία 9 ετών και άνω (ισχύει προσαύξηση 10% και μέχρι 30% συνολικά).
Στο πλαίσιο ανάσχεσης της ανεργίας ο ΟΑΕΔ καταρτίζει και εκπονεί προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, συγχρηματοδοτούμενα από πόρους του ΕΣΠΑ για τα έτη 2014 - 2015 και για ανέργους με συνεχόμενη ανεργία μεγαλύτερη των 12 μηνών.
11 Καταργείται ο ΟΠΑΔ και συστήνονται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δύο τομείς (Ασφαλισμένων Δημοσίου και Ασφαλισμένων Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων) με λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια.
**Για τη λειτουργία των δύο αυτοτελών τομέων συνιστάται στην Κεντρική Υπηρεσία του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μία Διεύθυνση, με τέσσερα τμήματα.
**Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού του ΟΠΑΔ τίθεται σε καθεστώς διαθεσιμότητας για 15 ημέρες και στη συνέχεια μετατάσσονται ή μεταφέρονται σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με τη μνημονευόμενη διαδικασία. Ο δικηγόρος με έμμισθη εντολή που υπηρετεί στον ΟΠΑΔ μεταφέρεται με την ίδια εργασιακή σχέση στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
**Οι πόροι, η κινητή και ακίνητη περιουσία του ΟΠΑΔ περιέρχονται στους δύο νέους τομείς του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ κ.λπ.
12 Για τις οικοδομικές εργασίες, τις εργασίες σε εργοτάξια οικοδομών και τα πάσης φύσεως έργα αρμοδιότητας πολιτικού μηχανικού μπορεί να καθορίζονται, με αποφάσεις του υπουργού Εργασίας, με διαφορετικό τρόπο οι υποχρεώσεις των εργοδοτών για την τήρηση εντύπων - βιβλίων ή μελετών, σχετικά με θέματα του φακέλου ασφαλείας, το ημερολόγιο μέτρων ασφαλείας, το ειδικό βιβλίο ατυχημάτων κ.λπ., σε σχέση με το υφιστάμενο πλαίσιο.
13 Καταργούνται από 1ης.7.2014:
* Η απόδοση στους ασφαλιστικούς φορείς του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ. ποσοστού 4% επί των εισπρακτέων από τρίτους εσόδων, για την παροχή υπηρεσιών προς αυτούς. Εφεξής το ποσοστό αυτό αποτελεί έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού.
* Η απόδοση στο Ταμείο Αρωγής Υπαλλήλων Αστυνομίας Πόλεων ποσοστού επί των επιβαλλόμενων σε χρήμα ποινών, εκποίησης υλικού κ.λπ. Εφεξής τα ποσά αυτά αποτελούν έσοδο του κρατικού προϋπολογισμού.- Η κράτηση 3% επί των προμηθειών που πραγματοποιούνται για λογαριασμό του ΤΕΑΠΑΣΑ/ΤΠΑΣ.
* Ο πόρος 2% υπέρ του ΤΑΠΠ - ΟΣΕ (νυν ΤΠΠ - ΟΣΕ) επί των τιμολογίων των σιδηροδρομικών εισιτηρίων.
* Το ειδικό παράβολο υπέρ ΜΤΣ, Αεροπορίας, Ναυτικού.
* Η απόδοση ποσοστού από τον προϋπολογισμό του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου στη Δ/νση Τοπογραφικής του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
* Ο πόρος υπέρ του Ταμείου Πρόνοιας Προσωπικού Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης (2% επί των εκτελούμενων έργων και προμηθειών του Οργανισμού).
* Οι αποδόσεις υπέρ ΟΓΑ, ΤΕΒΕ, ΤΑΕ και Ελληνικού Ινστιτούτου Αλλοδαπού και Διεθνούς Δικαίου, από τα ποσά που προέρχονται από χρηματικές ποινές ή από μετατροπή σε χρήμα των στερητικών της ελευθερίας ποινών.
* Το παράβολο υπέρ του ΚΤΓΚ και Δασών. Εφεξής τα έσοδα του παραβόλου αυτού αποτελούν δημόσια έσοδα.
14 Αύξηση ακατάσχετου ποσού μισθών και συντάξεων.
Με την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 31 του ΚΕΔΕ, αυξάνεται το όριο του ακατάσχετου ποσού μισθών, συντάξεων ή ασφαλιστικών βοηθημάτων των οφειλετών του Δημοσίου, στα χέρια του εργοδότη τους ή των ασφαλιστικών εν γένει φορέων, από χίλια (1.000) ευρώ, που ίσχυε έως σήμερα, σε χίλια πεντακόσια (1.500) μηνιαίως, αφαιρουμένων των υποχρεωτικών εισφορών. Σε περίπτωση που ο μισθός, η σύνταξη ή το ασφαλιστικό βοήθημα υπερβαίνουν τα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ μηνιαίως, επιτρέπεται η κατάσχεση αυτών, όμως, σε κάθε περίπτωση, το εναπομένον ποσό δεν μπορεί να είναι κατώτερο των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ. Η σημαντική αύξηση του ποσού αυτού, σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, κρίνεται επιβεβλημένη, για την προστασία μισθωτών και συνταξιούχων. Επίσης, κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών, εις βάρος οφειλετών, για συνολικές οφειλές μικρότερες του ανωτέρω ποσού, αίρονται έπειτα από αίτησή τους.
Πηγή: Ελευθεροτυπία

Αυτόματος συμψηφισμός για οφειλές σε Ταμεία



Αυτόματα και χωρίς να ενημερώνονται οι οφειλέτες, θα παρακρατούνται τυχόν ποσά από επιστροφές ΦΠΑ και φόρου εισοδήματος για συμψηφισμό με τα χρέη τους προς τα ασφαλιστικά ταμεία από την 1η Ιουλίου.
Αυτό προβλέπει η Κοινή Υπουργική Απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών Γ. Μαυραγάνη και του υπουργού Εργασίας Γ. Βρούτση που δημοσιεύτηκε χθες σε ΦΕΚ (τεύχος Β΄ αρ. Φύλλου 906) και ορίζει τη διαδικασία συμψηφισμού χρεών με επιστροφές φόρου, μέτρο που ψηφίστηκε με τον πρόσφατο νόμο 4254/14.
Ο συμψηφισμός αφορά φυσικά και μη φυσικά πρόσωπα, δηλαδή τους πάντες, ανεξάρτητα από το αν έχουν κάνει ρύθμιση χρεών ή όχι.
Ακόμη και όσοι πληρώνουν δηλαδή κανονικά τις δόσεις τους δεν θα παίρνουν επιστροφή φόρου ή ΦΠΑ, αλλά τα αναλαγούντα ποσά θα παρακρατούνται απευθείας από την εφορία και θα πηγαίνουν κατευθείαν στα ασφαλιστικά ταμεία, μειώνοντας κατ΄ ουσίαν το ποσό που θα έχουν να καταβάλουν για τις επόμενες δόσεις.
Ένας οφειλέτης δηλαδή που έχει να πληρώσει 3.000 ευρώ το χρόνο σε δόσεις για ρύθμιση χρεών και έχει επιστροφή ΦΠΑ ή φόρου εισοδήματος 1.000 ευρώ θα πληρώσει 2.000 ευρώ για τις δόσεις της ρύθμισης, καθώς τα 1.000 ευρώ θα του παρακραταθούν αυτόματα μέσω εφορίας.
(Πατήστε επάνω στη φωτογραφια για μεγαλύτερη ανάλυση) 


«Αθώο» με τροπολογία το ΔΣ του Ο.Α.Ε.Ε.

Με 140 ψήφους υπέρ και 99 κατά, υπερψηφίστηκε η τροπολογία η οποία απαλλάσσει από ποινικές ευθύνες τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού Απασχόλησης Ελεύθερων Επαγγελματιών.

Την τροπολογία, η οποία είχε κατατεθεί στο νομοσχέδιο για τις Ευρωεκλογές και για την οποία είχε ζητήσει ονομαστική ψηφοφορία ο ΣΥΡΙΖΑ, υποστήριξαν οι βουλευτές από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ενώ την καταψήφισαν όλα τα υπόλοιπα κόμματα.

Το νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών με ρυθμίσεις σχετικά με τις Ευρωεκλογές, ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία στο σύνολο και επί των άρθρων και των τροπολογιών του, από την Ολομέλεια της Βουλής.


ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

Χρήστος Νικολακόπουλος, για το φιάσκο των 24ωρων απεργιών

Συνέντευξη του Χρήστου Νικολακόπουλου για το φιάσκο των 24ωρων απεργιών, των ΚΟΜΜΑΤΙΚΩΝ συνδικαΛΗΣΤΑΡΑΔΩΝ, και για τις δικαστικές αποφάσεις που τεχνιέντως δεν αναφέρονται απο τα Μεσα Μαζικής Εξαπάτησης, για να αποτρέπουν τον Λαό να μην προσφεύγει στην δικαιοσύνη να βρεί το δίκιο του.


ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΓΙΑ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΕΙΣΦΟΡΩΝ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ (ΟΑΕΕ, ΕΤΑΑ κλπ.)

Η ποινική δίωξη επαγγελματιών κάθε ειδικότητας για τη μη καταβολή των εισφορών ασφάλισης των ιδίων ασκείται απαραδέκτως, με ανεπίτρεπτη αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 § 1 του Α.Ν. 86/1967, η οποία δεν καταλαμβάνει την συγκεκριμένη πράξη (μη καταβολή εισφορών αυτού του είδους), ήτοι κατά παράβαση της βασικής αρχής του ποινικού δικαίου «Καμία ποινή χωρίς νόμο», που ενσωματώνεται στα άρθρα 5 § 3 και 7 § 1 του Συντάγματος και, βεβαίως, στο άρθρο 1 του Π.Κ.

Ειδικότερα: Η διατύπωση των δύο πρώτων παραγράφων του άρθρου 1 του Α.Ν. 86/1967 είναι η εξής: «1. Οστις υπέχων νόμιμον υποχρέωσιν καταβολής των βαρυνουσών αυτόν τον ίδιον ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους εις το Υπουργείον Εργασίας υπαγομένους πάσης φύσεως Οργανισμούς Κοινωνικής Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφαλίσεως ή ειδικούς Λογαριασμούς, δεν καταβάλλει ταύτας εντός μηνός, αφ’ ής αύται κατέστησαν απαιτηταί, προς τους ως άνω Οργανισμούς τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10 χιλιάδων δραχμών. 2.Οστις παρακρατών ασφαλιστικάς εισφοράς των παρ’ αυτώ εργαζομένων επι σκοπώ αποδόσεως εις τους κατά την παράγραφον 1 Οργανισμούς δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει ταύτας προς τους ανωτέρω Οργανισμούς εντός μηνός αφ΄ ης κατέστησαν απαιτηταί τιμωρείται επί υπ’ εξαιρέσει δια φυλακίσεως τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10 χιλιάδων δραχμών». Είναι απολύτως προφανές ότι και οι δύο παραπάνω διατάξεις αναφέρονται ρητά και αποκλειστικά στις ασφαλιστικές εισφορές, που οφείλονται για την εργασία εργαζομένου με εξαρτημένη εργασία, οι οποίες διαχωρίζονται πάντα σε δύο κατηγορίες: [2] Α) Τις εργοδοτικές, δηλαδή τις εισφορές που καταβάλλει ο ίδιος ο εργοδότης εξ ιδίων για την ασφαλιστική κάλυψη του εργαζομένου σε αυτόν. Και Β) Τις παρακρατούμενες από το μισθό του εργαζομένου, δηλαδή εισφορές που καταβάλλονται από τον ίδιο τον εργαζόμενο ως ποσοστό από το μισθό του. Στις διατάξεις αυτές προβλέπεται συγκεκριμένη (διαφορετική) ποινική μεταχείριση για τη μη απόδοση των ασφαλιστικών εισφορών της πρώτης ή της δεύτερης μορφής εκ μέρους του εργοδότη, καθώς κρίνεται βαρύτερης απαξίας πράξη η μη απόδοση χρημάτων που έχουν παρακρατηθεί από το μισθό του ίδιου του εργαζομένων έναντι της μη καταβολής αυτών, που οφείλονται από τον ίδιο τον εργοδότη. Με επόμενες διατάξεις νόμων έγιναν αλλαγές στα ποσά κλπ. που αναφέρονται ανωτέρω χωρίς όμως να αλλάξει ποτέ η παραπάνω διατύπωση. Αντίθετα, πολλές φορές επαναλαμβάνεται ρητά η αναφορά στα συγκεκριμένα είδη ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικές και παρακρατούμενες από τον εργαζόμενο). Ενδεικτικά, η διάταξη του άρθρου 33 του Ν. 3346/2005 αναφέρει: «Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών), καθώς και των παρακρατούμενων ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων να υπερβαίνει συνολικώς τα δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ». Η ανωτέρω διάταξη τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 του ν. 3904/2010 ως εξής: «1. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνουν τον υπόχρεο (εργοδοτικών), να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. [3] 2. Για την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 απαιτείται το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων που παρακρατούνται να υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.». Και πάλι η διατύπωση του εν λόγω άρθρου (τόσο πριν όσο και μετά την τροποποίησή του) καταδεικνύει χαρακτηριστικά ότι η πρόβλεψη του άρθρου 1 §§ 1-­‐2 του Α.Ν. 86/1967 αναφέρεται και περιορίζεται μόνο στη μη απόδοση των δύο ειδών ασφαλιστικών εισφορών, που (αμφότερα) αφορούν εργαζόμενο σε εργοδότη και είναι αποδοτέα από αυτόν (τον εργοδότη) και δη το μεν πρώτο είδος (εργοδοτικές εισφορές) ως οφειλόμενες από τον ίδιο απευθείας το δε δεύτερο (παρακρατούμενες εισφορές από το μισθό) ως οφειλόμενες λόγω της παρακράτησης εκ μέρους του. Η εφαρμογή, συνεπώς, της § 1 του άνω άρθρου για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά επαγγελματιών (κάθε είδους) για τη μη απόδοση ασφαλιστικών εισφορών, που ούτε «εργοδοτικές» είναι (§ 1) ούτε παρακρατούνται από το μισθό κάποιου εργαζομένου (§ 2) είναι ανεπίτρεπτη. Οι ασφαλιστικές εισφορές των επαγγελματιών στα Ταμεία τους αφορούν την ασφαλιστική κάλυψη του εαυτού τους και, συνεπώς, δεν μπορούν να περιγραφούν με οποιαδήποτε από τις σαφείς και περιοριστικές περιγραφές του εν λόγω νόμου. Η αναφορά σε «ασφαλιστικές εισφορές βαρύνουσες αυτόν τον ίδιο» είναι προφανές ότι γίνεται για την αντιδιαστολή προς τις ασφαλιστικές εισφορές που παρακρατούνται από τον εργαζόμενο, δηλ. βαρύνουν τον εργαζόμενο. Για την αποφυγή δε αυτής ακριβώς της παρερμηνείας ο νομοθέτης έθεσε σε παρένθεση τον απολύτως επεξηγηματικό και σαφή προσδιορισμό «εργοδοτικές». Ο επεξηγηματικός αυτός προσδιορισμός περιορίζει αναγκαία και υποχρεωτικά από το σύνολο των διαφόρων ασφαλιστικών εισφορών που βαρύνουν έναν επαγγελματία, ως ποινικά σημαντικές, μόνο αυτές που μπορούν χαρακτηρίζονται ως «εργοδοτικές». Οι ασφαλιστικές εισφορές του επαγγελματία για την ασφάλιση του εαυτού του προφανέστατα δεν περιγράφονται ως «εργοδοτικές». [4] Ο Ο.Α.Ε.Ε. στηρίζει την άσκηση ποινικών διώξεων για την επιδίωξη είσπραξης των εισφορών, που οφείλονται προς αυτόν, αδιακρίτως, στη διάταξη του άρθρου 16 § 1 εδ. δ’ του Καταστατικού του της 23-­‐12-­‐2005 (π.δ. 258/2005, ΦΕΚ Α’ 316, 28-­‐12-­‐2005), όπου αναφέρεται: «1. Οι απαιτήσεις του Ο.Α.Ε.Ε., από πάσης φύσεως καθυστερούμενες εισφορές, πρόσθετα τέλη και ειδικές προσαυξήσεις, εισπράττονται κατά τη διαδικασία του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει κάθε φορά. Τίτλους για τη βεβαίωση και την αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεων του Οργανισμού αποτελούν οι Πράξεις Επιβολής Εισφορών και Προσθέτων Τελών (Π.Ε.Ε.Π.Τ.), που συντάσσονται από τα αρμόδια προς τούτο όργανα του. Το ποσό των Π.Ε.Ε.Π.Τ. δεν αναπροσαρμόζεται και εξοφλείται με τις προβλεπόμενες κάθε φορά προσαυξήσεις. Ο Οργανισμός διατηρεί το δικαίωμα να προβαίνει ΚΑΙ στις ενέργειες, που προβλέπονται ΚΑΙ από τον αναγκαστικό νόμο 86/1967 (136 Α'), όπως ισχύει κάθε φορά». Όπως καθίσταται σαφές από την ανωτέρω διατύπωση του Καταστατικού, με αυτή τη διάταξη δεν θεσπίζεται κάποια επέκταση του πεδίου εφαρμογής του α.ν. 86/1967, όπως αυτό προσδιορίζεται στην εν λόγω διάταξη. Αντίθετα, γίνεται σαφής αναφορά στη δυνατότητα του Ο.Α.Ε.Ε. να επιδιώκει και την εφαρμογή των διατάξεων του α.ν. 86/1967, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο και πάντοτε στο πλαίσιο που αυτές ισχύουν κάθε φορά και όχι κατά οποιαδήποτε επέκταση του πλαισίου αυτού. Εν ολίγοις η ως άνω διάταξη του εν λόγω Καταστατικού (ακόμα κι αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ως νομοθέτημα πληροί τις τυπικές προϋποθέσεις, που απαιτούνται για να μπορεί να καθιερώνει ποινική ευθύνη, επεκτείνοντας το πλαίσιο εφαρμογής του ως άνω αναγκαστικού νόμου) είναι απολύτως σαφές ότι δεν προβαίνει σε καμία επέκταση του πεδίου εφαρμογής της προκείμενης ποινικής διάταξης αλλά απλώς παραπέμπει σε αυτή, όπως αυτή ισχύει κάθε φορά. Συνεπώς, σύμφωνα με την ως άνω διάταξη, ο Ο.Α.Ε.Ε. μπορεί να επιδιώξει την εφαρμογή του α.ν. 86/1967 μόνο όταν και αν οι οφειλόμενες προς αυτόν εισφορές περιλαμβάνονται σε αυτές που αναφέρει ο εν λόγω αναγκαστικός νόμος, [5] δηλ. είναι είτε εργοδοτικές είτε παρακρατούμενες από μισθό (έστω εν ευρεία εννοία). Επικουρικά βεβαίως πρέπει να σημειωθεί ότι διαφορετική ερμηνεία της εν λόγω διάταξης του Καταστατικού – Προεδρικού Διατάγματος θα εξακόντιζε αυτήν εκτός του πλαισίου νομοθετικής εξουσιοδότησης από το άρθρο 12 του ν. 2696/1999, οπότε και εξ αυτού του λόγου θα πρέπει να ερμηνευθεί αυτή ως ανωτέρω. Χαρακτηριστικό παράδειγμα «εργοδοτικών εισφορών» καταβλητέων σε ασφαλιστικό οργανισμό (και μάλιστα με πρόσφατο νόμο) είναι οι ασφαλιστικές εισφορές των νέων δικαστικών λειτουργών, για τους οποίους ο ν. 4075/2012 στο άρθρο 39 προβλέπει: «Οι δικαστικοί λειτουργοί και οι λειτουργοί του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που διορίζονται στο Δημόσιο από 1.1.2011 και μετά, υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια για κύρια σύνταξη σε ειδικό κλάδο με λογιστική και οικονομική αυτοτέλεια του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του κλάδου κύριας ασφάλισης του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (Ε.Τ.Α.Α.). Για την ασφάλιση των ανωτέρω προσώπων στον Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ε.Τ.Α.Α. έχουν εφαρμογή τα προβλεπόμενα από το άρθρο 22 του ν. 2084/1992 (Α' 165), για τους εμμίσθους ασφαλισμένους. Η εργοδοτική εισφορά βαρύνει το Δημόσιο». Τα ανωτέρω ισχύουν και για μια σειρά νομοθετημάτων, που προέβλεψαν ρητά την εφαρμογή του α.ν. 86/1967 για εισφορές, που οφείλονται προς διάφορα ασφαλιστικά ταμεία, όπως το Τ.Σ.Α.Υ. (άρθρο 4 § 5 ν. 982/1979), το Τ.Α.Κ.Ε. (άρθρο 5 ν.δ. 228/1973) ή το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. (άρθρο 21 § 2 ν. 915/1979), με τα οποία επίσης δεν θεσπίστηκε καμία απολύτως επέκταση του πεδίου εφαρμογής του ως άνω αναγκαστικού νόμου παρά μόνο ορίστηκε ρητά η εφαρμογή του για τις ασφαλιστικές εισφορές, που ήταν καταβλητέες σε αυτά τα ταμεία, πάντοτε υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι αυτές μπορούν να περιγραφούν ως εργοδοτικές ή ως παρακρατούμενες εργατικές, όπως ακριβώς προβλέπει ο εν λόγω νόμος. [6] Είναι διάχυτη στο δίκαιο σε πληθώρα διατάξεων η χρήση του προσδιορισμού «εργοδοτικές» για το συγκεκριμένο είδος ασφαλιστικών εισφορών και όχι, βεβαίως, για την αναφορά στις εισφορές αυτασφάλισης των αυτοαπασχολουμένων οποιασδήποτε ειδικότητας. Ο ακριβής ορισμός της έννοιας δεν δίνεται ρητά σε διάταξη ελληνικού νόμου, κυρίως και ακριβώς επειδή χρησιμοποιείται ευρύτατα για να περιγράψει τις εισφορές του εργοδότη και όχι βεβαίως της εισφορές αυτασφάλισης ενός επαγγελματία. Ενδεικτικά αναφέρω το άρθρο 14 § 6 του Κανονισμού Ασφάλισης του Ι.Κ.Α., όπου χρησιμοποιείται ο όρος: «Η ασφαλιστική εισφορά είναι ενιαία, μη δυναμένου του εργοδότου να καταβάλη ιδιαιτέρως το προερχόμενον εκ της εργοδοτικής εισφοράς ή εισφοράς του ησφαλισμένου τμήμα ταύτης». Ο όρος «εργοδοτικές εισφορές» επανειλημμένα χρησιμοποιείται σε σωρεία νομοθετημάτων για να προσδιορίσει ότι η εισφορά, που καθιερώνεται με αυτά, είναι καταβλητέα από τον εργοδότη και δεν παρακρατείται από το μισθό του εργαζομένου. Ενδεικτικό και πάλι παράδειγμα η διάταξη του άρθρου 9 § 1 περ. δ’ του β.δ. 502/1963 (που προστέθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 112/13-­‐18 Μαρτίου 1991): «1. Πόροι του Ταμείου Αρωγής ορίζονται: … δ. Εργοδοτική εισφορά εκ ποσοστού 1% επί των αποδοχών που υπολογίζεται και η εισφορά των μετοχών. Η εισφορά αυτή καταβάλλεται από 1.5.1990, σύμφωνα με την από 7.3.1990 ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας».

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο α.ν. 86/1967 αντικατέστησε (στην ουσία) τις προϊσχύσασες διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 1373/1944 και του άρθρου 26 § 6 του α.ν. 1846/1951, οι οποίες ρητά καταργήθηκαν με το άρθρο 3 του α.ν. 86/1967. Με την πρώτη από τις άνω καταργούμενες διατάξεις θεσπιζόταν ποινική μεταχείριση για τη μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε περαιτέρω διάκριση. Παρά ταύτα, φαίνεται ότι και τότε η διάταξη αυτή είχε στόχο μόνο την εισφοροδιαφυγή, που αφορούσε την εξαρτημένη εργασία, [7] δεδομένου ότι στην τροποποίηση αυτής με το άρθρο 5 § 1 του ν.δ. 4577/1966 γίνεται επεξηγηματική αναφορά περί «εισφορών εργοδότου ή ησφαλισμένου»! Η δεύτερη καταργηθείσα διάταξη αναφερόταν μόνο σε παρακρατούμενες από το μισθό του εργαζομένου εισφορές και παρέπεμπε ευθέως για τις εργοδοτικές εισφορές στην πρώτη διάταξη, που όπως προαναφέρθηκε ήταν γενική και δεν περιείχε την επεξήγηση «εργοδοτικές» που τέθηκε στον α.ν. 86/1967. Είναι λοιπόν προφανές ότι η προσθήκη στο γράμμα του νόμου του επεξηγηματικού και περιοριστικού προσδιορισμού σε παρένθεση «(εργοδοτικών)» καταδεικνύει τη σαφή βούληση του νομοθέτη να περιοριστεί η εφαρμογή της διάταξης σε αυτό το είδος εισφορών. Κατόπιν όλων των ανωτέρω γίνεται σαφές ότι δεν μπορεί να αποδίδεται στον έλληνα νομοθέτη η βούληση να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του α.ν. 86/1967 σε εισφορές άλλες πέραν των εργοδοτικών και των παρακρατούμενων, όταν σε σωρεία νομοθετικών κειμένων, που τέθηκαν μετά το 1967, δεν προέβη ποτέ στην απλούστατη διαγραφή μίας λέξης: «(εργοδοτικών)», που παραμένει στο κείμενο του νόμου περιορίζοντας ξεκάθαρα την εφαρμογή του μόνο επί εισφορών που μπορούν να περιγραφούν με αυτή. Δεν το έκανε μολονότι προέβη σε τροποποιήσεις του άρθρου 1 του α.ν. 86/1967 τρεις φορές μόνο μέσα στο 2012 (ν. 4038/2012, 4075/2012 και 4087/2012)!!! Φρονώ πως είναι αρκετές για να θεωρήσουμε ότι άφησε τη λέξη αυτή εκεί σκόπιμα… Σε κάθε περίπτωση σαφής ορισμός της έννοιας των εργοδοτικών εισφορών δίνεται ρητά και πανηγυρικά στην ευρωπαϊκή νομοθεσία: «Εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές (D.12) 4.08 Ορισμός: Οι εργοδοτικές κοινωνικές εισφορές είναι κοινωνικές εισφορές που καταβάλλουν οι εργοδότες σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης ή σε άλλα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης που συνδέονται με την απασχόληση, με σκοπό να εξασφαλίσουν κοινωνικές παροχές για τους εργαζομένους τους». (παράρτημα Α, Κεφάλαιο 4 παράγραφος 4.08 του Κανονισμού υπ’ αριθ. 549/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013 για [8] το ευρωπαϊκό σύστημα εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης -­‐ Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 174 της 26/06/2013 σ. 0001 -­‐ 0727). Ο ανωτέρω ορισμός είναι, βεβαίως, προφανής αλλά ενισχύεται έτι περαιτέρω κατ’ αντιπαραβολή προς τον ορισμό, στο ίδιο νομοθέτημα, των υπολοίπων κοινωνικών εισφορών υπό τον όρο «κοινωνικές εισφορές νοικοκυριών (D.61)»: «4.100 Ορισμός: Οι πραγματικές κοινωνικές εισφορές νοικοκυριών είναι κοινωνικές εισφορές που καταβάλλονται για δικό τους λογαριασμό από τους μισθωτούς, τους αυτοαπασχολούμενους ή τους μη απασχολούμενους στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης». Εξ όλων των ανωτέρω καταδεικνύεται και σε νομικό επίπεδο αυτό που, ούτως ή άλλως, είναι προφανές και, πιθανότατα, δεν ήταν καν αναγκαίο να θεμελιωθεί με όλα τα παραπάνω: Ότι η λέξη «εργοδοτικές» ως προσδιοριστική των ασφαλιστικών εισφορών που περιγράφονται στον α.ν. 86/1967, αναφέρεται στις ασφαλιστικές εισφορές, που οφείλουν οι εργοδότες στα ασφαλιστικά ταμεία των εργαζομένων τους και όχι τις εισφορές που οφείλει κάθε αυταπασχολούμενος επαγγελματίας στο ασφαλιστικό ταμείο, που ασφαλίζεται ο ίδιος.

Η άσκηση ποινικής δίωξης βάσει του άρθρου 1 § 1 του α.ν. 86/1967 για τη μη καταβολή εισφορών επαγγελματιών προς το ασφαλιστικό τους ταμείο αποτελεί μη νόμιμη αναλογική εφαρμογή της εν λόγω διάταξης για πράξη που δεν προβλέπεται με αυτή. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Α.Π. σε Ολομέλεια δεν έχει δεχθεί ως νόμιμη την αναλογική εφαρμογή του άνω άρθρου σε περίπτωση πολύ πιο κοντινή (μη καταβολή εργοδοτικών εισφορών προς το Ν.Α.Τ. βλ. ΑΠ Ολομ 587/1991, ΠοινΧρ ΜΑ’ σελ. 1120). Συνεπώς, η αναλογική εφαρμογή της άνω ποινικής διάταξης κατά τον τρόπο αυτό, ήτοι για την ποινική δίωξη επαγγελματιών κάθε είδους για τη μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών που οφείλουν για την ασφάλιση των ιδίων, η οποία δεν εμπίπτει στο πραγματικό της εφαρμοζομένης διάταξης, είναι απολύτως ανεπίτρεπτη και απαράδεκτη, [9] καθώς αντίκειται σε θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές προστατευόμενες σύμφωνα με τα άρθρα 5 § 3 και 7 § 1 του Συντάγματος, το άρθρο 1 του Π.Κ. καθώς και το άρθρο 7 § 1 της Ε.Σ.Δ.Α.

Αθήνα, 13-­‐3-­‐2014

Κωνσταντίνος Αθ. Ζηκογιάννης Δικηγόρος

Επος Βρούτση (και) στον Ο.Α.Ε.Ε.


Το υπουργείο Εργασίας παλεύει για να γλιτώσει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του ΟΑΕΕ από τυχόν ποινικές ευθύνες για τα περίπου 200.000.000 ευρώ που αποτελούν εισφορές ελεύθερων επαγγελματιών υπέρ ανεργίας, αλλά χρησιμοποιήθηκαν για να δοθούν συντάξεις. Με τροπολογία που κατατέθηκε χθες σε άσχετο νομοσχέδιο για τις ευρωεκλογές, επιχειρείται ένα πρωτοφανές «κουκούλωμα» μιας υπόθεσης για την οποία ήδη η ΓΣΕΒΕΕ έχει καταθέσει μήνυση κατά παντός υπευθύνου. Στην τροπολογία ορίζεται ξεκάθαρα ότι «παύει οριστικά κάθε ποινική δίωξη που τυχόν έχει ασκηθεί για πράξεις ή παραλείψεις μελών Δ.Σ. του ΟΑΕΕ» για τη διαχείριση των λογαριασμών υπέρ ανεργίας.
Σε ό,τι αφορά τα χρήματα που «έφυγαν» από τον ειδικό λογαριασμό του ΟΑΕΕ υπέρ ανεργίας από το 2011 έως σήμερα και τα οποία ανέρχονται σε περίπου 200.000.000 ευρώ και αξιοποιήθηκαν για την καταβολή συντάξεων, θα αποδοθούν στον ΟΑΕΔ σε βάθος δεκαπενταετίας. Ετσι, αναφέρει η τροπολογία. Ο ΟΑΕΕ θα αποδίδει σε ετήσιες δόσεις τα χρήματα από την 1/1/2015 έως και τις 31/12/2029. Μάλιστα, για τα πέντε πρώτα έτη η ετήσια δόση θα ανέρχεται σε 4% του συνολικού ύψους της οφειλής, ενώ για τα επόμενα δέκα έτη η ετήσια δόση θα ανέρχεται στο 8%. Δηλαδή, ο ΟΑΕΕ όχι μόνο αξιοποίησε κονδύλια που προορίζονταν για την ανεργία, αλλά θα τα αποδίδει λίγα λίγα με όρους ευνοϊκούς και χωρίς επιτόκιο. Στην ίδια τροπολογία σημειώνεται έμμεσα ότι ο ΟΑΕΕ θα μπορεί και στο μέλλον να παρακρατεί ποσά υπέρ ανεργίας για να καλύψει τυχόν νέες «τρύπες» στις συντάξεις. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι τονίζεται ότι μετά την ψήφιση της εν λόγω διάταξης «τα ποσά που θα παρακρατηθούν θα αποδίδονται μέσα σε δέκα έτη από την έναρξη της υποχρέωσης».
Βασίλης Αγγελόπουλος

ΗΜΕΡΙΔΑ ΑΝΑΣΦΑΛΙΣΤΩΝ ΤΟΥ Ο.Α.Ε.Ε. ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ



ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
Πλήθος κόσμου συμμετείχε στην ημερίδα που διοργάνωσαν οι «ανασφάλιστοι του Ο.Α.Ε.Ε.», ο Εμπορικός σύλλογος Αργους,  ο Δήμος Ναυπλιέων, και το ΔΟΠΑΤ στο βουλευτικό, στο Ναύπλιο, την Κυριακή 6/4/2014, οπου αναπτύχθηκαν απο τους νομικούς της Ομάδας, Κα Ντόρα Κρητικοπούλου, Κο Μαρινάκο Μάριο και Κο Παπαϊωάννου Χριστόφορο, οι κινήσεις που θα ακολουθήσει η ομάδα κ.α.π.α., για το ασφαλιστικό του Ο.Α.Ε.Ε., τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών, και τα μη ανταποδοτικά τέλη κυκλοφορίας.
Η ημερίδα μεταδόθηκε και ραδιοφωνικά, απο τοπικό σταθμό.
(Σύντομα θα ανεβάσουμε ηχητικό αρχείο)



______________________________
http://anasfalistoi-oaee.gr/?p=281

ΠΛΗΜΜ ΚΑΤΕΡ 196/2014: Αντισυνταγματικότητα των διατάξεων (άρθρο 3 ν. 3943/11) που χαρακτηρίζουν το αδίκημα αυτό ως διαρκές και υπάγουν την εκδίκασή του στην αυτόφωρη διαδικασία.

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

 Συνεδρίαση της 03ης Φεβρουάριου 2014

 ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ: Κασσιανή Μπουροδήμου Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης, Ιωάννης Μαμαδάς Πλημμελειοδίκης, Μαρία Δουλάμη Πάρεδρος Πρωτοδικείου (Επειδή κωλύονται οι τακτικοί δικαστές) Ορίστηκε με την αρ. 6/2014 πράξη της Προέδρου Πρωτοδικών Κατερίνης Δήμητρα Τσιαρδακλή Αντεισαγγελέας (Επειδή κωλύεται ο Εισαγγελέας) Βασιλική Χωρίκη Γραμματέας

 Κατηγορούμενος: ..... ....... Κάτοικος: Κατερίνης Πιερίας Παρών Πράξη: Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο κατ’ εξακολούθηση ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ Στη σημερινή συνεδρίαση του Δικαστηρίου, που έγινε δημόσια στο ακροατήριό του κατά τη διαδικασία του αυτοφώρου ύστερα από αναβολή της υπόθεσης κατ` άρθρο 423 παρ. 1 ΚΠΔ, η Προεδρεύουσα εκφώνησε το όνομα του κατηγορουμένου ο οποίος εμφανίστηκε, ρωτήθηκε από την Προεδρεύουσα για τα στοιχεία της ταυτότητάς του και είπε ότι ονομάζεται όπως αναφέρεται πιο πάνω και ότι διορίζει συνήγορο υπεράσπισης του τον παρόντα δικηγόρο Κατερίνης Εμμανουήλ Παπά. Η Προεδρεύουσα είπε στον κατηγορούμενο ν` ακούσει με προσοχή την κατηγορία και να παρακολουθήσει τη συζήτηση στο ακροατήριο. Επίσης του είπε ότι έχει δικαίωμα να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του ύστερα από την εξέταση κάθε μάρτυρα και την έρευνα κάθε αποδεικτικού μέσου. Στη συνέχεια έλαβε το λόγο η Εισαγγελέας, η οποία συνοπτικά ανέφερε την πράξη για την οποία κατηγορεί ο κατηγορούμενος. Επίσης είπε, για να υποστηρίξει την κατηγορία να αναγνωστούν τα έγγραφα που αναφέρονται στο τέλος του κατηγορητηρίου. Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο συνήγορος του κατηγορουμένου και ζήτησε την αναβολή της δίκης και είπε: Η διάταξη του άρθρου 3 του ν. 3943/2011, με την οποία αντικαταστάθηκε η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 και ορίζεται ότι χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής και στην ουσία χαρακτηρίζει διαρκές το αδίκημα μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, είναι αντίθετη στα άρθρα 2 παρ. 1 και 7 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και σε θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου. Στην υπ’αριθ. 1/2011 ερμηνευτική εγκύκλιο που είχε εκδώσει ο κ. αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου όταν θεσπίστηκε το αυτόφωρο αναφέρει ότι «η συμβατότητα της ρύθμισης με τα άρθρα του συντάγματος θα κριθεί στην πράξη από τα δικαστήρια». Ζητώ από το δικαστήριό σας α) να κρίνει την ως άνω διάταξη αντισυνταγματική και αντίθετη σε θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου, β) να κρίνει ότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 242 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ, γ) να παραπέμψει την υπόθεση στην τακτική διαδικασία κατ’ άρθρο 424 ΚΠΔ άλλως να αναβληθεί η υπόθεση εντός δεκαπενθημέρου. Στο σημείο αυτό πήρε το λόγο η Εισαγγελέας και πρότεινε να αναβληθεί η δίκη για την 01-10- 2014 και ώρα 09:00`. Στη συνέχεια το Δικαστήριο σε μυστική διάσκεψη, στην οποία παραβρέθηκε και η Γραμματέας, εξέδωσε την παρακάτω απόφαση την οποία η Προεδρεύουσα δημοσίευσε αμέσως σε δημόσια συνεδρίαση : ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ I. Από την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 3 και 6 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης κατοχύρωσε την προστασία της προσωπικής ελευθερίας υπό την ειδικότερη μορφή της προσωπικής ασφάλειας (βλ. σχ. Μάνεση, Συνταγματικά Δικαιώματα, α` ατομικές ελευθερίες-πανεπιστημιακές παραδόσεις, δ` έκδοση, σελ. 173). Στο πλαίσιο της θεσμοθετημένης συνταγματικά αυτής προστασίας του ατόμου από αυθαίρετες καταδιώξεις, συλλήψεις και φυλακίσεις από μέρους της κρατικής εξουσίας, προκειμένου να λάβει νομότυπα χώρα η σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου, πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) η σύλληψη να βρίσκει έρεισμα σε διάταξη νόμου και (β) να εκτελείται με βάση δικαστικό ένταλμα, δηλαδή ένταλμα, το οποίο έχει εκδοθεί από κρατικό όργανο που κατά το Σύνταγμα και την κείμενη νομοθεσία αναγνωρίζεται ως δικαστική αρχή και περιβάλλεται με όλες τις εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας που ορίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 87-91 του Συντάγματος (βλ. σχ. Χρυσόγονο, Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, 2002, σελ. 216). Το ένταλμα αυτό πρέπει να είναι αιτιολογημένο, να μνημονεύει δηλαδή με ακρίβεια τα στοιχεία του προσώπου που πρόκειται να συλληφθεί (όνομα, επώνυμο, κατοικία, περιγραφή) και να επιδίδεται στο τελευταίο κατά τη στιγμή της σύλληψής του (βλ. Μάνεση, ό.π., σελ. 180). Επομένως, τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας στερούνται της δυνατότητας να προβούν με δική τους πρωτοβουλία στη σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου. Ωστόσο, η απαγόρευση αυτή δεν είναι απόλυτη, αλλά κάμπτεται στην περίπτωση του αυτόφωρου εγκλήματος (βλ. Μαργαρίτη Μ., Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, 2008, άρθρο 242, αριθ. 2, σελ. 466). Η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του Συντάγματος δεν περιέχει αυθεντικό ορισμό της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος, αλλά αντίθετα επαφίεται για αυτόν στον κοινό νομοθέτη (βλ. Μάνεση, ό.π., σελ. 180). Ήδη από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 1 ΚΠΔ ορίζεται ότι προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα έγκλημα ως αυτόφωρο πρέπει να συντρέχει μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις: (α) να καταληφθεί κατά το χρονικό σημείο της διάπραξής του ή (β) να έχει τελεστεί πρόσφατα, περίπτωση η οποία συντρέχει, ιδίως όταν ο δράστης καταδιώκεται μετά τη διάπραξη του εγκλήματος από τη δημόσια δύναμη ή τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται οπουδήποτε κατέχοντας αντικείμενα ή φέροντας ίχνη, από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο. Η πρώτη από τις παραπάνω περιπτώσεις αφορά το γνήσιο αυτόφωρο έγκλημα, ενώ στη δεύτερη από αυτές πρόκειται για την οιονεί ή καταχρηστική μορφή του, στην οποία όμως τίθεται από τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠΔ συγκεκριμένο χρονικό όριο, το οποίο συμπίπτει με την παρέλευση της επομένης ημέρας από την τέλεση της πράξης (βλ. σχ. Καλφέλη-Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία-Ειδικές Διαδικασίες, Αυτόφωρο έγκλημα και αυτόφωρη διαδικασία-Αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας και αποφάσεως, 1998, σελ. 47επ. και 65επ.). Επομένως, ενόψει της προστασίας της προσωπικής ασφάλειας αλλά και του τεκμηρίου αθωότητας ο νομοθέτης υπήγαγε στην έννοια του αυτόφωρου εγκλήματος μόνον εκείνες τις αξιόποινες πράξεις, το χρονικό σημείο της κατάληψης του δράστη των οποίων τελεί σε στενή εγγύτητα προς το χρονικό σημείο της διάπραξής τους, καθώς η χρονική αυτή εγγύτητα έχει ως συνέπεια τη δυνατότητα ταχείας συλλογής των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων. Η αποδεικτική αυτή ευχέρεια απόδοσης της τέλεσης των παραπάνω αξιόποινων πράξεων στο πρόσωπο του δράστη τους, η οποία αγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, δικαιολογεί την άρση της απαγόρευσης της σύλληψης του τελευταίου χωρίς την προηγούμενη έκδοση δικαστικού εντάλματος και την κάμψη του τεκμηρίου της αθωότητάς του χάριν της ταχείας αποκατάστασης της έννομης τάξης και της αποτελεσματικότερης προστασίας των εννόμων αγαθών και συνιστά περιορισμό των σχετικών δικαιωμάτων του ο οποίος δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή ρητά κατοχυρώνεται από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Με βάση όσα εκτίθενται ανωτέρω προκύπτει ότι στο πλαίσιο της προστασίας της προσωπικής ασφάλειας του ατόμου και του σεβασμού του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου, ο νομοθέτης πρέπει να επιδεικνύει ιδιαίτερη φειδώ ως προς τον καθορισμό της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος, ώστε σε αυτή να περιλαμβάνονται μόνον οι περιπτώσεις εκείνες των αξιόποινων πράξεων, οι οποίες λόγω της κατάληψης του δράστη τους κατά τη διάρκεια της διάπραξής τους ή εντός σύντομου χρονικού διαστήματος μετά από αυτήν δύνανται με ευχέρεια να αποδοθούν στον τελευταίο. Αντίθετα, οποιαδήποτε νομοθετική απόπειρα διεύρυνσης της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος, με σκοπό να καταστεί δυνατή η χωρίς τις εγγυήσεις της δικαστικής εξουσίας σύλληψη του φερόμενου ως δράστη του, συνιστά ευθεία παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 3, 6 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, προσβάλλει δε παράλληλα και το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται από την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. II. Από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία κατοχυρώνεται στην ελληνική έννομη τάξη η βασική αρχή του ποινικού δικαίου «κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς νόμο (nullum crimen nulla poena sine lege), προκύπτει η δέσμευση της κρατικής εξουσίας και στις τρεις λειτουργίες της (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) να διατηρεί διαρκώς τυποποιημένο το ποινικό φαινόμενο σε ολόκληρη την έκταση του τριπτύχου που το συνθέτει (έννομο αγαθό, έγκλημα, ποινή) (βλ. σχ. Μανωλεδάκη, Ποινικό Δίκαιο-Γενική Θεωρία, 2004, σελ. 33επ.). Ειδικότερα, από την παραπάνω συνταγματική διάταξη απορρέει η υποχρέωση της νομοθετικής λειτουργίας στο πλαίσιο της τυποποίησης του ποινικού φαινομένου να ορίζει τα στοιχεία της πράξης που τυποποιείται ως αξιόποινη. Η υποχρέωση αυτή έχει μεταξύ άλλων ένα θετικό περιεχόμενο, το οποίο συνίσταται στην υποχρέωση ακριβούς προσδιορισμού των στοιχείων της αξιόποινης πράξης (nullum crimen nulla poena sine lege certa), και αφετέρου ένα αρνητικό περιεχόμενο, το οποίο συνίσταται στην απαγόρευση επέκτασης του αξιόποινου χαρακτήρα μίας συμπεριφοράς πέραν των στοιχείων που συγκροτούν τη νομοτυπική μορφή του τυποποιούμενου εγκλήματος. Δηλαδή ο νομοθέτης υποχρεούται αφενός να προσδιορίζει με σαφήνεια τα στοιχεία της νομοτυπικής μορφής της προσβολής του εννόμου αγαθού, την οποία τυποποιεί ως αξιόποινη, ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες σχετικά με το ακριβές περιεχόμενό της (βλ. σχ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 38 και επίσης Ανδρουλάκη, Nullum crimen sine lege certa, ΠοινΧρ ΚΓ`. 513επ.) και αφετέρου να περιορίσει τον αξιόποινο χαρακτήρα μίας συμπεριφοράς στην έκταση, η οποία προκύπτει από την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος. Από την άλλη η δικαστική λειτουργία έχει την υποχρέωση να μην εφαρμόζει οποιονδήποτε κανόνα δικαίου, ο οποίος τυποποιεί ως έγκλημα μία συμπεριφορά, εφόσον ο τελευταίος δεν πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις (βλ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 42επ.). III. Από την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα δικαιώματα του ανθρώπου συνάγεται ότι στο πλαίσιο της εξασφάλισης του δικαιώματος προς παροχή δικαστικής προστασίας και της διασφάλισης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ο κατηγορούμενος σε ποινική δίκη, ο οποίος βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση, καθώς εναντίον του στρέφεται ο κατασταλτικός μηχανισμός της Πολιτείας διαθέτει μεταξύ των υπόλοιπων δικαιωμάτων του και το δικαίωμα της παροχής επαρκούς χρόνου για την προετοιμασία της υπεράσπισής του, όπως επίσης και της παροχής από μέρους της κρατικής εξουσίας των αναγκαίων προς τούτο διευκολύνσεων (βλ. σχ. Χρυσόγονο, ό.π., σελ. 430επ.). Ωστόσο, με τις διατάξεις των άρθρων 417 επ. ΚΠΔ θεσμοθετείται για τα πλημμελήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως αυτόφωρα, μία ιδιαίτερα συνοπτική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας παραγκωνίζονται και προστατεύονται δευτερογενώς μόνο τα δικαιώματα του κατηγορουμένου προς όφελος της ταχύτερης και αποτελεσματικότερης προστασίας των εννόμων αγαθών (βλ. σχ. Καλφέλη-Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 20επ., Αδάμπα σε Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας-Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2010, άρθρο 242, αριθ. 1, σελ. 837). Ωστόσο, ο περιορισμός που συνεπάγεται η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας στο δικαίωμα του κατηγορουμένου προς παροχή δικαστικής προστασίας και για εξασφάλιση δίκαιης δίκης είναι ανεκτός κατά τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος κατά το μέτρο που, σύμφωνα και προς όσα ήδη εκτίθενται ανωτέρω, υφίσταται αποδεικτική ευχέρεια ως προς την απόδοση της αξιόποινης πράξης σε ενοχή του κατηγορουμένου και εφόσον με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται και εξυπηρετείται η άμεση και ταχεία αποκατάσταση της τρωθείσας έννομης τάξης. Επομένως, η υπερβολική από μέρους του νομοθέτη διεύρυνση της έννοιας του αυτόφωρου εγκλήματος και σε περιπτώσεις εγκλημάτων, για τα οποία δεν συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν τη δυνατότητα γρήγορης και αποτελεσματικής συλλογής του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού, με βάση την οποία διευρύνεται η εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας και ουσιαστικά φαλκιδεύονται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, χωρίς να συντρέχει νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιου είδους περιορισμό, συνιστά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, όπως επίσης και της υπερνομοθετικής ισχύος διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. IV. Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α` του ν. 3904/2011 αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 ως εξής: «Οποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: (α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, (β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α` υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, (γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, (δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α`, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό». Με την ανωτέρω διάταξη τυποποιείται ως έγκλημα η μη καταβολή βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 1882/1990 για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος πρέπει να συντρέχουν τα ακόλουθα στοιχεία: (α) ύπαρξη χρέους του φυσικού αυτουργού προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, (β) βεβαίωση του χρέους από την αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία ή τελωνείο και (γ) παρέλευση άπρακτου χρονικού διαστήματος τεσσάρων (4) μηνών από τη βεβαίωση του χρέους, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής του υπόστασης απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού, έστω και ενδεχόμενος (άρθρα 12, 18 εδ. β`, 26 παρ. 1 εδ. α` και 53 ΠΚ). Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από τη διάταξη αυτή είναι η περιουσία του Δημοσίου, υπό την ειδικότερη μορφή της αποφυγής της αύξησης του παθητικού της. Ειδικότερα, η προσβολή του προστατευόμενου εννόμου αγαθού επέρχεται με την παρέλευση του χρονικού διαστήματος των τεσσάρων (4) μηνών από τη βεβαίωση του χρέους, χωρίς να λάβει χώρα η καταβολή αυτού, οπότε και επέρχεται η αύξηση του παθητικού της περιουσίας του Δημοσίου κατά το ποσό της σχετικής οφειλής. Επομένως, το έγκλημα που τυποποιείται από την παραπάνω διάταξη διαμορφώνεται ως στιγμιαίο, δεδομένου ότι η χρονική στιγμή της τυπικής περάτωσής του σύμφωνα με την αντικειμενική του υπόσταση, όπως αυτή περιγράφεται ανωτέρω, δεν μπορεί να παραταθεί κατά τη βούληση του δράστη (βλ. σχ. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 300επ.), καθώς το αξιόποινο αποτέλεσμα της αύξησης του παθητικού της περιουσίας του Δημοσίου επέρχεται κατά τη στιγμή της παρέλευσης άπρακτης της νόμιμης προθεσμίας προς καταβολή, το γεγονός δε ότι η σχετική οφειλή εξακολουθεί να υφίσταται και κατά το μεταγενέστερο του χρονικού αυτού σημείου διάστημα είναι ποινικά αδιάφορη, καθώς έχει ήδη ολοκληρωθεί η προσβολή του ως άνω προστατευόμενου έννομου αγαθού. Ωστόσο, με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. β` του ν. 1882/1990, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α` του ν. 3943/2011 ορίζεται ότι: «Χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής». Με τη διάταξη αυτή το παραπάνω τυποποιούμενο έγκλημα χαρακτηρίζεται από τον ίδιο το νομοθέτη ως διαρκές, ενώ από τη νομοτυπική μορφή του, όπως τα στοιχεία αυτής αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω, προκύπτει ότι πρόκειται για στιγμιαίο έγκλημα. Μάλιστα, η διάταξη αυτή περικλείει σχήμα οξύμωρο, δεδομένου ότι αφενός γίνεται δεκτός ως χρόνος τέλεσης του εγκλήματος το χρονικό σημείο της παρέλευσης των τεσσάρων (4) μηνών από την βεβαίωση του χρέους, προς το οποίο συνδέεται η κατά τη διάταξη του άρθρου 112 ΠΚ έναρξη του χρόνου της παραγραφής του, ενώ αφετέρου ορίζεται κατά τρόπο αυθαίρετο και ανακόλουθο προς τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος ότι ο χρόνος τέλεσης αυτού εκτείνεται μέχρι την παρέλευση χρονικού διαστήματος ίσου προς το ένα τρίτο του χρόνου παραγραφής του, δηλαδή για χρονικό διάστημα είκοσι (20) μηνών. Με το περιεχόμενό της όμως αυτό η εν λόγω διάταξη αντίκειται, σύμφωνα και προς όσα εκτίθενται ανωτέρω (υπό το στοιχείο II) στους ορισμούς της διάταξης του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος, αφενός διότι προκαλεί σύγχυση ως προς τον ορισμό των στοιχείων της νομοτυπικής μορφής του υπό κρίση εγκλήματος, με αποτέλεσμα να μην προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό ο χρόνος ολοκλήρωσης αυτού και αφετέρου διότι επεκτείνει τον αξιόποινο χαρακτήρα της αξιόποινης συμπεριφοράς του δράστη πέρα από τα στοιχεία της τυποποιούμενης ως έγκλημα πράξης του. Περαιτέρω, από την ιστορικοβουλητική και τη συστηματική ερμηνεία της παραπάνω διάταξης (θέσπιση αυτής μετά την υπογραφή την 03.05.2010 του «Μνημονίου Συνεννόησης» από τον Υπουργό Οικονομικών της Ελληνικής Κυβέρνησης και το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως εκπροσώπους της Ελληνικής Δημοκρατίας, και από τον Επίτροπο Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, ως εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενεργούσας για λογαριασμό των κρατών-μελών που μετέχουν στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, και ενόψει των αυξημένων εισπρακτικών αναγκών που αντιμετωπίζει έκτοτε η ελληνική κυβέρνηση και η ένταξη αυτής στο νόμο 3943/2011, με τον οποίο ρυθμίζονται αποκλειστικά φορολογικής φύσης ζητήματα, όπως επίσης και θέματα που άπτονται των ασφαλιστικών ταμείων) προκύπτει ότι η θέσπιση αυτής δεν είχε ως αντικείμενό της τη συμπλήρωση της νομοτυπικής μορφής του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών ττρος το Δημόσιο, αλλά κατά κύριο λόγο αποσκοπούσε στην επέκταση της δυνατότητας σύλληψης των κατηγορούμενων για την παραπάνω πράξη προσώπων χωρίς σχετικό ένταλμα των αρμόδιων δικαστικών αρχών, όπως και στην εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων κατά την ειδική διαδικασία για τα αυτόφωρα πλημμελήματα. Με την πρωτοβουλία του δηλαδή αυτή ο νομοθέτης επέκτεινε την έννοια του αυτοφώρου για το συγκεκριμένο αδίκημα, χωρίς ωστόσο να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που δικαιολογούν την απόδοση του χαρακτηρισμού αυτού, καθώς από τη μία καταλύεται πλέον το στοιχείο της εγγύτητας μεταξύ του χρονικού σημείου της τέλεσης της πράξης και του χρόνου εκδίκασης αυτής και από την άλλη δεν υφίσταται το στοιχείο της ευχερούς και ταχείας συλλογής του σχετικού αποδεικτικού υλικού. Ενόψει των ανωτέρω δύναται με ασφάλεια να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι με την εν λόγω διάταξη ο νομοθέτης επιχειρεί να κάμψει την προστασία που παρέχεται στους πολίτες από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, προκειμένου να ενισχύσει την εισπρακτική ικανότητα του Δημοσίου, επισείοντας σε βάρος των οφειλετών του την απειλή της άμεσης σύλληψής τους και της υπαγωγής τους σε έκτακτου χαρακτήρα ποινική διαδικασία, στην οποία όπως προαναφέρθηκε πλήττονται τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου. Ωστόσο, η εξυπηρέτηση των εισπρακτικών αναγκών του Δημοσίου σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί ενόψει της ρύθμισης του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος τον επιχειρούμενο περιορισμό στην προσωπική ασφάλεια και στην παροχή δικαστικής προστασίας, δύναται δε να εξυπηρετηθεί χωρίς την περιστολή των παραπάνω δικαιωμάτων με την λήψη των κατάλληλων διοικητικού χαρακτήρα μέτρων. Κατά συνέπεια ενόψει του ανωτέρω περιεχομένου της η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α` του ν. 3943/2011 παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3, 7 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, σύμφωνα προς όσα αναλυτικά εκτίθενται ανωτέρω (υπό τα στοιχεία I και III). Στην προκειμένη περίπτωση, στις 29-1-2014 κατατέθηκε ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κατερίνης, η με αριθμό πρωτοκόλλου ........ αίτηση ποινικής δίωξης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Κατερίνης (άρθρο 41 ΚΠΔ) κατά του ............ διότι στην Κατερίνη στις 31/8/2012, 29/1/2013, 11512013, 1/1212013,29/6/2013 και την 31/12/2013, ως Διευθύνων Σύμβουλος της εδρεύουσας στην Κατερίνη εταιρείας με την επωνυμία κατέβαλε χρέη προς το Δημόσιο που ήταν βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το συνολικό δε χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα: [...] το συνολικό δε χρέος του από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών (24/1/2014) ανέρχεται 397.521,29 ευρώ. Ο υπαίτιος συνελήφθη στις 30-1-2014 και σε βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη για παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 στοιχ. δ-α του ν. 1882/1990, εισήχθη δε η υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κατερίνης, δικάζοντος κατά την αυτόφωρη διαδικασία, κατά τη συνεδρίαση της 31-1-2014 και μετά από αναβολή για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση. Καθόσον, ωστόσο, οι επιμέρους πράξεις τελέστηκαν κατά τις ημερομηνίες που ανωτέρω αναφέρονται και όλες έχουν εκφύγει των πλαισίων του αυτοφώρου, το Δικαστήριο κρίνει, δεκτού γενομένου του αυτοτελούς ισχυρισμού που πρότεινε ο συνήγορος του κατηγορουμένου, ότι η υπό κρίση υπόθεση εσφαλμένα εισήχθη προκειμένου να δικασθεί κατά την αυτόφωρη διαδικασία. Τούτο δε, λόγω της πρόδηλης, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, αντίθεσης της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/1990 (όπως αυτή αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 περ. α του ν. 3943/2011), σύμφωνα με την οποία χρόνος τέλεσης του αδικήματος είναι το χρονικό διάστημα από την παρέλευση των τεσσάρων μηνών μέχρι τη συμπλήρωση χρόνου αντίστοιχου με το 1/3 της κατά περίπτωση προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής, στις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1, 6 παρ. 3, 7 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 6 παρ. 1, 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, μη συντρεχουσών εν προκειμένω των προϋποθέσεων εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 242 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ. Πρέπει, συνεπώς, μετά ταύτα να παραπεμφθεί η υπόθεση προκειμένου να εισαχθεί στο ακροατήριο και να δικαστεί κατά την τακτική διαδικασία, ως προσήκει. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει με παρόντα τον κατηγορούμενο ................. , κάτοικο Κατερίνης Πιερίας. Παραπέμπει στην τακτική διαδικασία. Ορίζει ρητή δικάσιμο την 01-10-2014 και ώρα 09:00`, χωρίς κλήτευση του παρόντα κατηγορουμένου προς τον οποίο γνωστοποιήθηκε η παραπάνω δικάσιμος. Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο. Κατερίνη 03 - 02 - 2014 Η Προεδρεύουσα Πλημμελειοδίκης Η Γραμματέας Ρ.Κ.